- ναξιακός
- -ή, -ὁ (Α ναξιακός, -ή, -όν) [Νάξος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Νάξο ή που προέρχεται από τη Νάξοαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Ναξιακάσύγγραμμα τού Ανδρίσκου που σήμερα δέν σώζεται και το οποίο αναφερόταν στη Νάξο.
Dictionary of Greek. 2013.